- Ἀρειμάνιοι
- Ἀρειμάνιοςangro mainyušmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρειμάνιος — α, ο (Α ἀρειμάνιος, ον) νεοελλ. 1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι») 2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως») αρχ. ο πλήρης… … Dictionary of Greek